- θελκτήριος
- θελκτήριος, -ον (Α) [θελκτήρ]1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός(«ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» — το μαγικό βέλος τού οφθαλμού, Αισχύλ.)3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριονα) (για τη ζώνη τής Αφροδίτης) θέλγητρο, μαγείαβ) (για άσματα) μέσο αναψυχής, διασκεδάσεωςγ) μέσο εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι», Ομ. Οδ.)δ) μέσο για ανακούφιση τών πόνων, τών κόπων («πόνων θελκτήριον», Αισχύλ.).
Dictionary of Greek. 2013.